λεπιδόπτερα

From LSJ
Revision as of 14:24, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

τα
ζωολ. τάξη εντόμων, η δεύτερη σε αριθμό ειδών μετά τα κολεόπτερα, στην οποία ανήκουν οι «ψυχές», δηλ. οι πεταλούδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lepidoptere < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + ptere (< πτερόν). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].