λογοκλόπος
From LSJ
Greek Monolingual
ο
αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιο-κλόπος, βιβλιο-κλόπος. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].