μαινάδα

From LSJ
Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η (AM μαινάς, Μ και μαινάδα)
στον πληθ. οι μαινάδες
ονομασία κατώτερων θεαινών που κατά τη μυθολογία ήταν συνοδοί του Διονύσου
νεοελλ.
1. γυναίκα κακιά και άσχημη, στρίγγλα
2. ζωολ. είδος καβουριού
μσν.-αρχ.
1. ως επίθ. μανιακή, τρελή
2. πόρνη
αρχ.
1. αυτή που διεγείρει μανιώδη έρωτα
2. προσωνυμία τών Ερινυών και της Κασσάνδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + κατάλ. -άς (πρβλ. μον-άς)].