ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
μορφοφᾰνής: -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ σχῆμα) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.
μορφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται, που είναι εμφανής μόνο κατά τη μορφή του, κατά το σχήμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. μονο-φανής].