μοσχαρήσιος

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source

Greek Monolingual

και μοσκαρήσιος, -α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρν-ήσιος, γελαδ-ήσιος)].