χρυσίτιδα

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

η / χρυσῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
ως ουσ.
1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα
2. λυδία λίθος
αρχ.
1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», Στράβ.)
β) όμοια με χρυσό
2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμη
β) το φυτό αείζωο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λυχν-ῖτις)].