χρησιμοθήρας

From LSJ
Revision as of 15:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του
2. ο οπαδός της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].