χρυσόχρωμος

Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σταχτό-χρωμος].