Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
το, Νψιχάλισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιχάλα + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλ-ητό)].