ψιχαλητό

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το, Ν
ψιχάλισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιχάλα + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλ-ητό)].