ωκύπους

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

-ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α
(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].