ἠλιθιώδης

Revision as of 16:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ες, A like a fool, Philostr.VS2.1.10.

German (Pape)

[Seite 1161] ες, wie ein Thörichter, albern, dumm, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἠλίθιος, ἠλιθιώδη καὶ δυσγράμματον καὶ παχὺν τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558.

Greek Monolingual

ἠλιθιώδης, -ες (Α)
όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ογκ-ώδης, τρικυμι-ώδης)].