ηλιοσκόπος
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
Greek Monolingual
ἡλιοσκόπος, ὁ (Α)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. οιωνοσκόπος, χειροσκόπος].