ηπατίας
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
ἡπατίας, o (Α)
ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ασθματίας, ιζηματίας)].