νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
η
στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη, καπνοδόχη].