ισοπτυχής
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Greek Monolingual
ἰσοπτυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίσες πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. μαλακοπτυχής, περιπτυχής].