μαλακοπτυχής

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκοπτῠχής Medium diacritics: μαλακοπτυχής Low diacritics: μαλακοπτυχής Capitals: ΜΑΛΑΚΟΠΤΥΧΗΣ
Transliteration A: malakoptychḗs Transliteration B: malakoptychēs Transliteration C: malakoptychis Beta Code: malakoptuxh/s

English (LSJ)

μαλακοπτυχές, dub. sens., ἄρτοι Philox. 2.36.

Greek Monolingual

μαλακοπτυχής, -ές (Α)
(αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + -πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισοπτυχής, περιπτυχής].