καλλόφιλος
Greek Monolingual
καλλόφιλος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αγαπά το ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρόφιλος, υδρόφιλος].
καλλόφιλος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αγαπά το ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρόφιλος, υδρόφιλος].