θεατρόφιλος

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά το θέατρο και συχνάζει σ' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίοα Ακρόπολις].