κεραμόχρους
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Greek Monolingual
-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του κεραμιδιού, κεραμιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανόχρους, μελάγχρους].