κομψοτέχνης
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατασκευάζει κομψοτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστοτέχνης, καλλιτέχνης].
ο
αυτός που κατασκευάζει κομψοτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστοτέχνης, καλλιτέχνης].