βυζάχτρα

From LSJ
Revision as of 18:57, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=βυζάστρα, και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια)<br />αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφό...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

βυζάστρα, και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια)
αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφός, παραμάννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βυζάστρα < βυζάστρια < εβύζασα, αόρ. του βυζάνω. Ο τ. βυζάχτρα < εβύζαξα, αόρ. του βυζάνω].