θεοπρόβλητος

From LSJ
Revision as of 07:25, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek (Liddell-Scott)

θεοπρόβλητος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλελεγμένος, Θεοφύλ. 2, 677, Ἄννα Κομν. 408. 412.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ θεοπρόβλητος, -ον)
(για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνοπρόβλητος, λαοπρόβλητος.