Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
οαυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερωτοπλάνος.