συοτρόφος
English (LSJ)
ον, A feeding swine, χώρα J.BJ1.21.13:— as substantive swineherd, Sch.D Od.13.404.
Greek (Liddell-Scott)
συοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων χοίρους, χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 13· ― ὡς οὐσιαστ., συβώτης, χοιροβοσκός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ν. 404.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει τους χοίρους («συοτρόφος χώρα», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ συοτρόφος
ο χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο-τρόφος, προδατο-τρόφος].