θεοισεχθρία

Revision as of 18:50, 31 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, A hatefulness to the gods, villainy, D.22.59 (written θεοῖς ἐχθρίαν), prob. in Ar.V.418 (required by Cretic metre), in Archipp.35 (where the first two syllables coalesce), and in Luc.Lex.11: in the last three places codd. have θεοσεχθρία or θεὸς ἐχθρία (θεοσεχθρα v.l. Archipp. l.c.): θεοεχθρία is found in Sch.Ar.Ra.557, v.l. in Luc.Lex.l.c.; cf. θεοῖς ἐχθρός in D.19.95, 24.195.

Greek (Liddell-Scott)

θεοισεχθρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. θεοσεχθρία.

Greek Monolingual

θεοισεχθρία, ή (Α)
το μίσος προς τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεοίς, δοτ. πληθ. του θεός + εχθρία (< εχθρός)).

Greek Monotonic

θεοισεχθρία: ἡ, = θεοσεχθρία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θεοισεχθρία: ἡ Arph., Dem. = θεοσεχθρία.

Middle Liddell

θεοισ-εχθρία, ἡ, = θεοσεχθρία, Ar.]