redden
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
verb intransitive
become red: V. φοινίσσεσθαι, φοινίσσειν (Sophocles, Fragment).
blush: Ar. and P. ἐρυθριᾶν, P. ἀνερυθριᾶν, Ar. ὑπερυθριᾶν; see blush.
Dutch > Greek
διακλέπτω, διασῴζω, ζῳογονέω, κομίζω, περιποιέω, περισῴζω, σῴζω, σωτήριος, σώω