outrun
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ὑπερθεῖν, V. ὑπερτρέχειν, P. προτρέχειν (gen.).
I felt my anger had outrun (itself): V. ἐμάνθανον τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα μοι (Sophocles, Oedipus Coloneus 438).
get before: P. and V. φθάνω, φθάνειν, προλαμβάνω, προλαμβάνειν, P. προκαταλαμβάνειν.