διπλασιεπιδίμοιρος

From LSJ
Revision as of 10:03, 23 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " 2/3" to " ⅔")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

English (LSJ)

[δῐμ], ον, Gaud.Harm. 10, and διπλᾰσι-επιδῐμερής, ές, Nicom.Ar.1.23, 2 2/3 A times as great:

Greek (Liddell-Scott)

διπλασιεπιδίμοιρος: -ον, καὶ επιδιμερής, ές, κατὰ 2 ⅔ φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιδίτριτος, ον, κατὰ 2 ⅔ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίεκτος, ον, κατὰ 2 ⅙ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίπεμπτος, ον, κατὰ 2 1/5 μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτέταρτος, ον, κατὰ 2 1/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτετραμερής, ές, καὶ διπλασιεπιτετράπεμπτος, ον, κατὰ 2 4/5 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτριμερής, ές, κατὰ 2 3/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπίτριτος, ον, κατὰ 2 1/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεφήμισυς, υ, κατὰ 2 1/2 φορὰς μεγαλείτερος· - ἅπαντα ταῦτα ἐν Ἀρχ. Μουσικ.

Spanish (DGE)

-ον
de proporción 2 ⅔ δ. (λόγος), ὃν ἔχει ὁ κδ πρὸς τὸν θ Gaud.Harm.10.