ναύφαρκτος

Revision as of 11:47, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

A v. ναύφρακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφαρκτος: ἴδε ναύφρακτος.

Greek Monolingual

ναύφαρκτος, -ον (Α)
βλ. ναύφρακτος.

Greek Monotonic

ναύφαρκτος: βλ. ναύφρακτος.

Russian (Dvoretsky)

ναύφαρκτος: v.l. = ναύφρακτος.