ἐγκεφαλίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A cerebellum, f.l. for παρεγκεφαλίς, Gal.UP8.6.
German (Pape)
[Seite 707] ίδος, ἡ, das kleine Gehirn, Poll. 2, 226. 234.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκεφαλίς: -ίδος, ἡ, ὁ μικρὸς ἐγκέφαλος, Γαλην.· πρβλ. παρεγκεφαλίς.
ίδος, ἡ, A cerebellum, f.l. for παρεγκεφαλίς, Gal.UP8.6.
[Seite 707] ίδος, ἡ, das kleine Gehirn, Poll. 2, 226. 234.
ἐγκεφαλίς: -ίδος, ἡ, ὁ μικρὸς ἐγκέφαλος, Γαλην.· πρβλ. παρεγκεφαλίς.