ἐγκέφαλος

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκέφᾰλος Medium diacritics: ἐγκέφαλος Low diacritics: εγκέφαλος Capitals: ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: enképhalos Transliteration B: enkephalos Transliteration C: egkefalos Beta Code: e)gke/falos

English (LSJ)

ἐγκέφαλον, (κεφαλή) within the head: as substantive, ἐγκέφαλος (sc. μυελός), ὁ,
I brain, Il.3.300, Od.9.458, etc.; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ar. Nu.1276; ὁ ἐγκέφαλος ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Pl.Phd. 96b, cf. Arist.Sens.438b25 (but cf. Metaph.1013a6).
II the heart of the date-palm or the cabbage of the date palm, X.An.2.3.16, Thphr.HP2.6.2.
III Διὸς ἐγκέφαλος, prov. of rare and costly food, morsel for a king, morsel fit for a king, Ephipp. 13.7, Clearch. 5.

Spanish (DGE)

(ἐγκέφᾰλος) -ου, ὁ
• Grafía: pap. graf. ἐνκ-
• Morfología: [gen. -οιο Il.16.347, Theoc.25.261, Nic.Th.557, Nonn.D.10.26]
I en seres anim., anat.
1 gener. encéfalo, masa encefálica, sesos ὧδέ σφ' ἐ. χαμάδις ῥέοι Il.3.300, cf. 17.297, Od.9.290, 458, E.Cyc.402, Fr.384, βέλος δ' εἰς ἐ. δῦ Il.8.85, cf. 16.347, ἐ. δὲ ἔνδον (ὀστέου) ἅπας πεπάλακτο Il.11.97, ἐ. δὲ ἐκ ῥινῶν ἔσταξε Batr.(a) 228, ὁ δὲ ἐγκέφαλος διὰ τῶν ῥινῶν κατολισθαίνει θλιβόμενος Ael.NA 4.36, σκολιῷ σιδήρῳ διὰ τῶν μυξωτήρων ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον en el embalsamamiento, Hdt.2.86
cabeza, cráneo θερμὰ κατ' ἐνκεφάλου τραύματα δεξάμενον ISE 107.3 (Demetríade III a.C.), πληγεὶς ἐνκεφάλοιο κακὸν μόρον ἐξετέλε<σ>σας IG 12(7).308.6 (Amorgos).
2 específicamente cerebro
a) como órgano de la cabeza contenido dentro del cráneo y dividido en dos partes, Hp.VC 2, Erasistr.289, Gal.5.183, 17(1).926, como principio de la médula espinal ὁ ἐγκέφαλος δοκεῖ μυελὸς εἶναι καὶ ἀρχὴ τοῦ μυελοῦ Arist.PA 652a24, como una de las partes simples y homogéneas del cuerpo, Anon.Lond.21.34;
b) como ἀρχή o ‘principio rector’ del hombre, Philol.B 13, Arist.Metaph.1013a6, y de su impulso vital, Plot.4.3.23, op. al corazón en la doctrina del encefalocentrismo, Hp.Morb.Sacr.17;
c) como sede posible del origen de la enfermedad, Alcmaeo B 4, causa de la enfermedad afectado por los vientos, Hp.Morb.Sacr.13, causa de la pérdida de la consciencia, las convulsiones, los ataques y la enfermedad mental ταῦτα πάσχομεν ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου πάντα Hp.Morb.Sacr.14, κατά τ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος E.Hipp.1352, σκότος ὄσσε οἱ ἄμφω ἦλθε, βίῃ σεισθέντος ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο Theoc.l.c., ἀπλανέες γὰρ ἄφρονος ἐγκεφάλοιο μετατρωπῶντο μενοιναί Nonn.l.c.;
d) como sede de la razón ὅσον δ' ἂν ἀτρεμίσῃ ὁ ἐ. χρόνον, τοσοῦτον καὶ φρονεῖ ἅνθρωπος Hp.Morb.Sacr.14, τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ar.Nu.1276, como sede de los sentidos y, en último término, del conocimiento, Pl.Phd.96b (= Alcmaeo A 11), Hp.Morb.Sacr.16, Arist.Sens.438b25-28, Thphr.39 (= Diog.Apoll.A 19), Chrysipp.Stoic.2.231, Plot.4.3.23, como órgano rector de la conducta εἴπερ ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε D.7.45, φιλήδονος καὶ ἐν τοῖς αἰδοίοις ἔχων τὸν ἐγκέφαλον de los lujuriosos, Ael.Fr.282;
e) en rel. c. el nacimiento de Atenea ἀπόλλυμαι γὰρ ὑπὸ ὠδίνων, αἵ μοι τὸν ἐγκέφαλον ἀναστρέφουσιν Luc.DDeor.13;
f) astrol., como parte del cuerpo humano gobernada por el sol, Vett.Val.385.17;
g) como explicación al cabello rizado de los etíopes ξηροὶ γὰρ οἱ ἐγκέφαλοι Arist.GA 783a1;
h) como nombre tabú, no pronunciado por algunos autores antiguos, Apollod.Hist.246;
i) en fórmulas de encantamiento ἔδησα γὰρ αὐτῆς τὸν ἐγκέφαλον ... πρὸς φιλίαν ἐμοῦ Suppl.Mag.45.8, en defixiones κάτεχε ... ἀκοήν καὶ ἐγκέφαλον Sitz.Berl.1934.1036, cf. TDA 41.16;
j) tb. cerebro de los anim. τὸ ὀστοῦν τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι en los ciervos, Ael.NA 12.18 (= Democr.A 153), ζῴων ἐγκέφαλοι Basil.Hex.6.10
gastron. ἐγκέφαλος sesos de anim. sin especificar, como plato exquisito, Ar.Fr.128, Pl.Com.37, Euphro 9.5, Antiph.248, Philocles 1 (= Philocl.5), Com.Adesp.1073.4, PHarris 108.9 (III d.C.), en parod. cóm., Ar.Ra.134, tb. en plu. de anim. concr. ἐγκέφαλοι ὀρνίθων τε καὶ χοίρων Ath.406a, cf. 65f
como alimento en dietas médicas ἐγκέφαλοι ἀλεκτορίδων Dsc.Eup.2.122.4, cf. Nic.l.c., Cyran.1.10.45, συῶν ἐγκέφαλοι Aret.CA 1.10.9, βοῶν ἐγκέφαλοι Orib.Eup.1.29.2
en sg. y sin especificar, Sor.2.10.52
en fórmulas mágicas νάρκης θαλασσίας ἐνκεφάλῳ χρῖε τὴν ὀσφῦν Suppl.Mag.76.2, κριοῦ μέλανος PMag.2.45, ἴβεως PMag.2.46, γυπός PMag.4.2895;
k) prov. Διὸς ἐγκέφαλος = de un bocado exquisito, Ephipp.13.6, Paus.Gr.δ 16, Hsch.δ 1927, Διὸς καὶ βασιλέως ἐγκέφαλος entre los persas mismo sent., Clearch.51a, b, tb. ref. a los que llevan una vida de placer, Zen.3.41;
l) meton. por reflexión ἔχειν ἐγκέφαλον = tener cabeza, ser reflexivo ὤφελον κἀγὼ σχεῖν ἐγκέφαλον καὶ μὴ γράψαι ὑμῖν PRoss.Georg.3.12.9 (V d.C.).
II bot. corazón de la palma o cogollo de la palma, palmito X.An.2.3.16, Thphr.HP 2.6.2, 11, CP 1.2.1, prob. en BGU 1495.30 (III a.C.), cf. PRoss.Georg.2.41.71 (II d.C.), Philostr.VA 2.26.

German (Pape)

[Seite 707] 1) was im Kopfe ist; dah. ὁ ἐγκ. (sc. μυελός), das Gehirn, von Menschen u. Tieren, Il. 3, 300 Od. 9, 458 u. Folgde; nach Plat. Phaed. 96 b ὁ δὲ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν καὶ ὁρᾷν καὶ ὀσφραίνεσθαι, vgl. Hipp. mai. 292 d u. Ath. II, 66 a; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαί μοι δοκεῖ Ar. Nubb. 1276; ἐγκέφαλον μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον, ἀλλ' ἐν τοῖς κροτάφοις φορεῖτε Dem. 7, 45; vgl. Plut. det. orac. 27 extr. u. Suid. v. κραιπαλώδης. – 2) von der Palme, das eßbare Mark, Palmkohl, Xen. An. 2, 3, 16 u. Sp. – 3) Διὸς ἐγκ., eine Speise bei den Persern, Ath. XIII, 529 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est dans la tête;
ἐγκέφαλος (μυελός) :
1 cervelle, cerveau;
2 cœur de palmier ou chou de palmier.
Étymologie: ἐν, κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκέφᾰλος:
1 головной мозг Hom., Eur., Arph., Plat., Arst. etc.;
2 сердцевина, мякоть (τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος φαγεῖν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέφᾰλος: -ον, (κεφαλὴ) ὁ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς, ὡς οὐσιαστ., ἐγκέφαλος (ἐξυπακουομένου μυελός), ὁ. Ι. ὁ ἐγκέφαλος, «μυαλά», Ἰλ. Γ. 300, Ὀδ. Ι. 458, κτλ.· τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1276· ὁ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Πλάτ. Φαίδων 96Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. ἔγκαρος. ΙΙ. ἡ ἐδώδιμος ἐντεριώνη, «καρδιὰ» ἢ ἡ «ψίχα» νεαρῶν φοινίκων, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 16. ΙΙΙ. Διὸς ἐγκέφαλος, παροιμ. ἐπὶ σπανίας καὶ πολυδαπάνου τροφῆς, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 529D.

Greek Monolingual

ο (Μ ἐγκέφαλος, ο
Α ἐγκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ.
1. το κεντρικό όργανο του νευρικού συστήματος που βρίσκεται μέσα στο κρανίο
2. σύνεση, εξυπνάδα
νεοελλ.
1. ο κύριος οργανωτής, αυτός που κατευθύνει μια επιχείρηση ή μια ενέργεια («ο εγκέφαλος της ληστείας»)
2. το μάτι, ο οφθαλμός τών φυτών στην κορυφή του κλαδιού
αρχ.
1. η ψίχα στους βλαστούς τών φοινίκων
2. φρ. «Διὸς ἐγκέφαλος» — σπάνια, πανάκριβη τροφή.

Greek Monotonic

ἐγκέφᾰλος: ὁ (κεφαλή),·
I. αυτό που βρίσκεται μέσα στο κρανίο, μυαλό, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. ψίχα νεαρών φοινίκων που μπορεί να φαγωθεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐγ-κέφᾰλος, ὁ, κεφαλή
I. that which is within the head, the brain, Hom., etc.
II. the edible pith of young palm-shoots, Xen.

Léxico de magia

ὁ sc . μυελός 1 sesos de diferentes animales esp. de carnero negro ἐπίθυε κριοῦ μέλανος ἐγκέφαλον quema como ofrenda los sesos de un carnero negro P II 45 P IV 1314 P VII 539 de ibis τῇ τετάρτῃ (ἐπίθυε) ἐγκέφαλον ἴβεως al cuarto día quema los sesos de un ibis P II 46 de buitre ἔχε δὲ καὶ ἐγκέφαλον γυπὸς εἰς τὸν ἐπάναγκον ten también unos sesos de buitre para la fórmula coactiva P IV 2895 de torpedo νάρκης θαλασσίας ἐγκεφάλῳ χρῖε τὴν ὀσφῦν unta las caderas con los sesos de un torpedo SM 76 2 2 cerebro en hechizos ἔδησα γὰρ αὐτῆς τὸν ἐγκέφαλον pues he atado su cerebro SM 45 8 ἧς φιλῶ, τῆς δεῖνα, κατάκαυσον τὸν ἐγκέφαλον quema por completo el cerebro de la mujer que amo, de fulana P IV 1543 SM 56 4 3 cabeza de una figurilla λαβὼν δεκατρεῖς βελόνας χαλκᾶς πῆξον αʹ ἐπὶ τοῦ ἐγκεφάλου λέγων toma trece agujas de bronce y clava una en la cabeza diciendo (en un hechizo amoroso) P IV 322 P IV 323

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἐν + κεφαλή.

Translations

brain

Afrikaans: brein, harsings; Aklanon: utok; Albanian: tru; Amharic: አንጎል; Apache Western Apache: bitsighąąʼ; Arabic: دِمَاغ‎, مخ‎; Egyptian Arabic: مخ‎, نفوخ‎; Hijazi Arabic: دِماغ‎, مُخ‎; Moroccan Arabic: مخ‎, دماغ‎; North Levantine Arabic: دماغ‎, مخ‎; South Levantine Arabic: مخ‎, دماغ‎; Aragonese: celebro; Aramaic Classical Syriac: ܡܘܚܐ‎; Armenian: ուղեղ; Aromanian: crier, mãduã, midulj; Assamese: মগজু; Asturian: cerebru; Azerbaijani: beyin; Bashkir: мейе; Basque: garun; Bau Bidayuh: otok, otok; Belarusian: мозг, мозаг; Bengali: মগজ; Bikol Central: hutok; Binukid: utek; Breton: empenn; Bulgarian: мозък; Burmese: ဦးနှောက်; Buryat: тархи; Catalan: cervell; Cebuano: utok; Chechen: хье, хьекъал; Cherokee: ᎤᏅᏥᏓ; Chinese Cantonese: 腦, 脑, 腦部, 脑部; Dungan: нозы; Hakka: 頭腦, 头脑; Mandarin: 頭腦, 头脑, 腦, 脑, 腦部, 脑部, 腦子, 脑子; Min Nan: 腦, 脑, 腦部, 脑部; Wu: 腦, 脑; Chuvash: миме; Crimean Tatar: miy, dimağ; Czech: mozek; Dakota: nasúna; Dalmatian: carviale; Danish: hjerne; Dargwa: мехӀе; Dhivehi: ސިކުނޑި‎; Dupaningan Agta: utak; Dutch: hersenen, hersens, brein; Eastern Eastern Mari: вуйдорык; Elfdalian: ienne; Esperanto: cerbo, encefalo; Estonian: aju, peaaju; Even: иргэ; Evenki: иргэ; Faroese: heili; Finnish: aivot; French: cerveau, cervelle, encéphale; Friulian: cerviel, čurviel; Galician: cerebro; Georgian: ტვინი; German: Gehirn, Hirn; Greek: εγκέφαλος, μυαλά; Ancient Greek: ἐγκέφαλος; Greenlandic: qarasaq; Gujarati: મગજ; Guugu Yimidhirr: garu; Haitian Creole: sèvo, sèvèl; Hebrew: מוח \ מֹחַ‎; Higaonon: otok; Hiligaynon: utok; Hindi: मस्तिष्क, दिमाग़; Hungarian: agy; Icelandic: heili; Ido: cerebro; Ilocano: utek; Indonesian: otak, benak; Ingrian: üvvin; Ingush: хьоа; Interlingua: cerebro; Irish: inchinn; Italian: cervello, cervella; Ivatan: otek; Japanese: 脳, 脳髄, 頭脳, 脳; Javanese: utek; Kabuverdianu ALUPEC: cerébr'; Badiu: sirébru; São Vicente: cerebro; Kala Lagaw Kalmyk: экн; Kannada: ಮೆದುಳು, ಮಸ್ತಿಷ್ಕ, ಮಿದುಳು; Kapampangan: utak; Karelian: aivot; Kashubian: mùsk; Kaurna: mukamuka, ngarrumuka; Kazakh: ми; Khmer: ខួរក្បាល; Kikuyu: tombo; Kiput: utek; Korean: 뇌, 두뇌; Kurdish Central Kurdish: مێشک‎; Northern Kurdish: demax, mejî; Kyrgyz: мээ; Lak: ня; Lao: ສະໝອງ; Latgalian: smedzinis; Latin: cerebrum; Latvian: smadzenes; Lithuanian: smegenys; Lombard: cervell; Low German: Brägen; Luxembourgish: Gehir; Lü: ᦀᦸᧅᧈᦶᦀᧅᧈ; Macedonian: мозок; Malay: otak, benak; Malayalam: തലച്ചോറ്‌, മസ്തിഷ്കം; Maltese: moħħ; Manchu: ᡶᡝᡥᡳ; Mansaka: otok; Maori: roro; Maranao: otek; Moksha: уй; Mongolian: тархи; Nahuatl: cuātextli; Nanai: игэ; Navajo: atsiighąąʼ; Nivkh: ӈаўр̌к; Norman: chèrvé; North Frisian: Brain; Northern Thai: ᩋᩬᨠᩋᩴᩬ; Norwegian: hjerne; Occitan: cervèl; Ojibwe: niinindib; Old Church Slavonic Cyrillic: мозгъ; Glagolitic: ⰿⱁⰸⰳⱏ; Old East Slavic: мозгъ; Old English: bræġn; Oromo: sammuu; Ossetian: магъз; Pali: matthaluṅga; Pashto: ماغزه‎; Persian: مغز‎; Polish: mózg; Portuguese: cérebro; Quechua: ñutgo, tuxu; Romanian: creier; Romansch: tscharvè; Russian: мозг; Rusyn: мозоґ; Sanskrit: मस्तिष्क, तेजस; Santali: ᱦᱟᱛᱟᱲ, ᱵᱷᱮᱡᱟ; Sardinian: cerbedhu, cerbeddu, cherveddu, carbedhu, carbeddu, cialbedhu, carvedhu, carveddu, carvedha, celbedhu, ciobedhus, ciorbedhu, gerbedhu, tzalbedhu; Scots: harn; Scottish Gaelic: eanchainn; Serbo-Croatian Cyrillic: мозак; Roman: mozak; Shan: ဢွၵ်းဢေႃ; Sicilian: ciriveddu; Sinhalese: මොළයේ; Slovak: mozog; Slovene: možgani; Somali: maskax; Sorbian Lower Sorbian: mórzgi; Upper Sorbian: mozy; Sotho: boko; Southern Altai: мее; Southern Spanish: cerebro; Sudovian: stirgena, mazgena; Swahili: ubongo; Swedish: hjärna; Tagalog: utak; Tajik: мағз; Tamil: மூளை; Tatar: ми; Tausug: utuk; Telugu: మెదడు; Tetum: kakutak; Thai: มันสมอง, สมอง; Tibetan: ཀླད་པ; Turkish: beyin; Turkmen: beýin; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎋; Ukrainian: мозок; Urdu: دماغ‎; Uyghur: مېڭە‎; Uzbek: miya; Venetian: çervèl, serveło, zerveło, servèl, zhervèl, sarveło, çarvèl, zharvèl, cèlebro; Vietnamese: óc, não; Volapük: brein; Votic: üďďii; Walloon: cervea; Waray-Waray: utok; Welsh: ymennydd; West Coast Bajau: utok; West Frisian: brein, harsens; Wiradhuri: kábuka; Wolof: yóor; Yakut: мэйии; Yami: etek; Yiddish: מוח‎, געהירן‎; Zazaki: megz, mezg; Zhuang: uk, ngog, ukek