γλύπτρια

From LSJ
Revision as of 21:11, 25 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=γλύπτης, ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM γλύπτης) γλύφω<br />καλλιτέχνης ο οποίος απεικο...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

γλύπτης, ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM γλύπτης) γλύφω
καλλιτέχνης ο οποίος απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο, πηλό κ.λπ.