χοιροστάσιον
Greek Monolingual
χοιροστάσιο και χοιροστάσι, το, Ν
στάβλος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροτροφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροστάτης. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροστάσιον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
χοιροστάσιο και χοιροστάσι, το, Ν
στάβλος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροτροφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροστάτης. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροστάσιον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].