χοιροστάσιον

Revision as of 12:42, 30 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=χοιροστάσιο και χοιροστάσι, το, Ν<br />στάβλος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροτροφε...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

χοιροστάσιο και χοιροστάσι, το, Ν
στάβλος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροτροφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροστάτης. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροστάσιον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].