χοιροστάτης

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που φροντίζει για τη συστηματική ανάπτυξη και διατροφή τών χοίρων, χοιροτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επιστάτης, λυχνοστάτης].