πολλοστὸς

From LSJ
Revision as of 15:00, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολλοστὸς: ή, όν· (πολλός, πολύς) εἶς ἐκ πολλῶν, Λατ. multesimus, π. ὢν τῶν Συρακοσίων, Λατ. unus e multis, δηλ. εἶς ἐκ τῶν κοινῶν ἀνθρώπων ἐν Συρακούσαις, Ἰσοκρ. 95Β. 2) σμικρότατος, ἐλάχιστος, Πλάτ. Νόμ. 896Β· αἱ π. ἠδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ 44Ε· τὸ π. μέρος Ἀνδοκ. 20. 39, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 7· π. μόριον Θουκ. 6. 86· συχν. μετ’ ἀρνήσ., οὐδὲ π. μέρος Λυσ. 144. 9, Ἰσαῖος περὶ τ. Κλεωνύμου κλήρου 42 (34), κτλ· ― ἐν τῇ Ἀριθμ., κλάσμα ἔχον μέγαν παρονομαστήν· μετὰ δοτ., τὰ π. σκληρότητι, τὰ ἥκιστα σκληρά, Πλάτ. Φίληβ. 44Ε. ― Ἐπίρρ., δευτέρως καὶ πολλοστῶς κατὰ πολὺ μικρὸν βαθμόν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 11, πρβλ. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 9. 3) ἐπὶ χρόνου, πολλοστῷ ἔτει, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1· πολλοστῷ χρόνῳ, μετὰ παρέλευσιν πολλοῦ χρόνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 559, Δημ. 761. 21, Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 9. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς = πολύς, πολλοστὸς ἔργοις, ὁ διαπράξας πολλὰ, ἀντίθετον τῷ ὀλιγοστός, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 20)