δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
καταγρῶ, καταγρέω (Α)1. συλλαμβάνω, αρπάζω2. καταφθάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)].