βαλαντιοτομέω

Revision as of 19:55, 21 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

be a cutpurse, cut purses, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62 (βαλλαντιοτομέω).

German (Pape)

[Seite 428] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλαντιοτομέω: κόπτω καὶ κλέπτω βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-τόμος, ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. βαλλάντιον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper des bourses, être coupe-bourse.
Étymologie: βαλαντιοτόμος.

Spanish (DGE)

v. βαλλαντιοτομέω.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλαντιοτομέω: отрезывать кошельки, воровать Xen., Plat., Plut.