βαλαντιοτομέω

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλαντιοτομέω Medium diacritics: βαλαντιοτομέω Low diacritics: βαλαντιοτομέω Capitals: ΒΑΛΑΝΤΙΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: balantiotoméō Transliteration B: balantiotomeō Transliteration C: valantiotomeo Beta Code: balantiotome/w

English (LSJ)

be a cutpurse, cut purses, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62 (βαλλαντιοτομέω).

Spanish (DGE)

βαλλαντιοτομέω
• Alolema(s): βαλαντιοτομέω Phryn.PS 53.14, S.E.M.2.12
cortar bolsas, hurtar Pl.R.575b, X.Mem.1.262, Plu.2.97e, Phryn.l.c., S.E.l.c.

German (Pape)

[Seite 428] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν.

French (Bailly abrégé)

βαλαντιοτομῶ :
couper des bourses, être coupe-bourse.
Étymologie: βαλαντιοτόμος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλαντιοτομέω: κόπτω καὶ κλέπτω βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-τόμος, ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. βαλλάντιον.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλαντιοτομέω: отрезывать кошельки, воровать Xen., Plat., Plut.