ακροσχιδής
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Greek Monolingual
ἀκροσχιδής (-οῦς), -ὲς (Α)
αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -σχιδὴς < σχίζω.
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
ἀκροσχιδής (-οῦς), -ὲς (Α)
αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -σχιδὴς < σχίζω.