ἀκροσχιδής
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ἀκροσχιδές, cloven at the end, Thphr. HP3.11.1.
Spanish (DGE)
-ές
dividido en la punta φύλλον Thphr.HP 3.11.1, Dsc.2.156.
German (Pape)
[Seite 85] ές, oben gespalten, Theophr.
Greek Monolingual
ἀκροσχιδής (-οῦς), -ὲς (Α)
αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -σχιδὴς < σχίζω.