Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
γυιοῦχος, -ον (Α)αυτός που δεσμεύει τα μέλη του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑα (πρβλ. γυῑον) + -ουχος < έχω).