φραγγέλιο

Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και φραγέλλιον ΜΑ
μαστίγιο από πλεγμένα σχοινιά ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά!», Παλαμ.
β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagellum «μαστίγιο», με προληπτική ανομοίωση του υγρού -l-].