στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἐνστρέφω (Α) στρέφω1. περιστρέφω, κινώ («ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.)2. ζω σ' έναν τόπο («σηκοῖς δ' ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.).