ενστρέφω

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

Greek Monolingual

ἐνστρέφω (Α) στρέφω
1. περιστρέφω, κινώἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.)
2. ζω σ' έναν τόπο («σηκοῖς δ' ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.).