ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
ἐνστρέφω (Α) στρέφω
1. περιστρέφω, κινώ («ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.)
2. ζω σ' έναν τόπο («σηκοῖς δ' ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.).