Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Full diacritics: πλομίζω | Medium diacritics: πλομίζω | Low diacritics: πλομίζω | Capitals: ΠΛΟΜΙΖΩ |
Transliteration A: plomízō | Transliteration B: plomizō | Transliteration C: plomizo | Beta Code: plomi/zw |
poison with mullein, ἰχθῦς Arist. HA 603a1.
Α πλόμος
ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῖς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας»).
πλομίζω: глушить коровяком (τοὺς ἰχθῦς Arst.).