εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: συρίσκος | Medium diacritics: συρίσκος | Low diacritics: συρίσκος | Capitals: ΣΥΡΙΣΚΟΣ |
Transliteration A: syrískos | Transliteration B: syriskos | Transliteration C: syriskos | Beta Code: suri/skos |
ὁ, v. ὑριχός.
συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.
και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.