σαφές
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
σᾰφές: τό
1) ясность, очевидность Eur., Plat.;
2) достоверность, истина (τὸ σ. σκοπεῖν Thuc.).