ὑδρηχόος

From LSJ
Revision as of 14:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

German (Pape)

[Seite 1173] ον, = ὑδροχόος, πῶμα, Eur. bei Ath. IV, 158 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρηχόος: -ον, = ὑδροχόος. πῶμα Εὐρ. Ἀποσπ. 884· - ὁ ὑδρηχόος, ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὑδροχόου ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ, Πλούτ. 2. 908C.

French (Bailly abrégé)

όος, όον;
c. ὑδροχόος.

Spanish

Acuario

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υδροχόος.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρηχόος: II
1) Водолей (название созвездия) Plut.;
2) перен. щедро дарящий, податель (τινός Eur.).
досл. текучий, перен. обильный (πῶμα Eur.; πόματα Plut.).