κοτυλίζω

From LSJ
Revision as of 19:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλίζω Medium diacritics: κοτυλίζω Low diacritics: κοτυλίζω Capitals: ΚΟΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kotylízō Transliteration B: kotylizō Transliteration C: kotylizo Beta Code: kotuli/zw

English (LSJ)

A sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Arist.Oec.1347b8, cf. PAmh.92.6 (ii A. D.), Phryn.PSp.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.Fr.683.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίζω: μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.

Greek Monolingual

κοτυλίζω (Α) κοτύλη
1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῖς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι», Αριστοτ.)
2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίζω:
1) продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);
2) раздавать по частице (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).