ὑδρηχόος

From LSJ
Revision as of 08:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

German (Pape)

[Seite 1173] ον, = ὑδροχόος, πῶμα, Eur. bei Ath. IV, 158 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρηχόος: -ον, = ὑδροχόος. πῶμα Εὐρ. Ἀποσπ. 884· - ὁ ὑδρηχόος, ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὑδροχόου ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ, Πλούτ. 2. 908C.

French (Bailly abrégé)

όος, όον;
c. ὑδροχόος.

Spanish

Acuario

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υδροχόος.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρηχόος: II
1) Водолей (название созвездия) Plut.;
2) перен. щедро дарящий, податель (τινός Eur.).
досл. текучий, перен. обильный (πῶμα Eur.; πόματα Plut.).